ισχαιμία

ισχαιμία
Μείωση της τροφοδοσίας ενός οργάνου ή ιστού με αίμα, λόγω μηχανικής απόφραξης ή λειτουργικής αγγειοσύσπασης του αρτηριακού αγγείου που είναι υπεύθυνο για την αιμάτωση της περιοχής. Ισχαιμικά επεισόδια αναφέρονται συνηθέστερα στο μυοκάρδιο ως έμφραγμα και στον εγκέφαλο ως εγκεφαλικό επεισόδιο. Το παροδικό ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο είναι μια σύντομη απώλεια της λειτουργίας του, που μοιάζει με εγκεφαλικό. Συνήθως διαρκεί 10-30 λεπτά, αλλά μπορεί να διαρκέσει έως και 24 ώρες και συνιστά σημαντικό προειδοποιητικό σημάδι ότι το άτομο διατρέχει αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού. Ένα ποσοστό (8-12%) των ανθρώπων που προσβάλλονται από ισχαιμικό και δεν ακολουθούν θεραπεία παθαίνουν εγκεφαλικό τους επόμενους μήνες από την προσβολή. Τα συμπτώματά του –παρόμοια με εκείνα του εγκεφαλικού– είναι συνήθως πιο περιορισμένα και ποικίλλουν, ανάλογα με το τμήμα του εγκεφάλου που προσβάλλεται. Προκαλείται από στένωση ή προσωρινή απόφραξη αρτηρίας που τροφοδοτεί με αίμα τον εγκέφαλο. Η συνήθης αιτία είναι απόφραξη από θρόμβο (αίματος ή άλλου υλικού) ή εμβολή (μεταφορά του θρόμβου στην εν λόγω περιοχή με την κυκλοφορία του αίματος από άλλη περιοχή του σώματος) που προσωρινά εμποδίζει τη ροή του αίματος, προκαλώντας συμπτώματα όπως του εγκεφαλικού μέχρι να αποκατασταθεί η αιμάτωση της προσβεβλημένης περιοχής.
* * *
η
διακοπή τής αιμάτωσης ενός οργάνου, ή ιστού, η οποία προέρχεται από αρτηριακά αίτια (απόφραξη, συμπίεση ή σπασμό αρτηρίας).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ischaemia < isch- (πρβλ. ἴσχω) + -aemia (πρβλ. -αιμία < -αιμος < αἷμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ισχαιμία — η ελάττωση ή διακοπή της κυκλοφορίας του αίματος σε κάποιο μέρος του σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισχαιμικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την ισχαιμία 2. αυτός που οφείλεται σε ισχαιμία («ἱσχαιμική γάγγραινα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. inchaemic < ischaem (πρβλ. ισχαιμία) + ic (πρβλ. ικός)] …   Dictionary of Greek

  • Ischemia — Vascular ischemia of the toes with characteristic cyanosis. In medicine, ischemia (from Greek ισχαιμία, ischaimía; isch root denoting a restriction or thinning or to make or grow thin/lean, haema blood) is a restriction in blood supply, generally …   Wikipedia

  • Blutleere — Eine Ischämie (griech. ἰσχαιμία, aus altgriechisch is ch , „der Halt“ und häma, „das Blut“; wird ausgesprochen wie Is chämie) oder eine Blutleere ist die Unterversorgung eines Gewebes (bzw. eines ganzen Organs) mit Sauerstoff. Hierdurch wird der… …   Deutsch Wikipedia

  • Ischaemie — Eine Ischämie (griech. ἰσχαιμία, aus altgriechisch is ch , „der Halt“ und häma, „das Blut“; wird ausgesprochen wie Is chämie) oder eine Blutleere ist die Unterversorgung eines Gewebes (bzw. eines ganzen Organs) mit Sauerstoff. Hierdurch wird der… …   Deutsch Wikipedia

  • Ischämiezeit — Eine Ischämie (griech. ἰσχαιμία, aus altgriechisch is ch , „der Halt“ und häma, „das Blut“; wird ausgesprochen wie Is chämie) oder eine Blutleere ist die Unterversorgung eines Gewebes (bzw. eines ganzen Organs) mit Sauerstoff. Hierdurch wird der… …   Deutsch Wikipedia

  • Ischämisch — Eine Ischämie (griech. ἰσχαιμία, aus altgriechisch is ch , „der Halt“ und häma, „das Blut“; wird ausgesprochen wie Is chämie) oder eine Blutleere ist die Unterversorgung eines Gewebes (bzw. eines ganzen Organs) mit Sauerstoff. Hierdurch wird der… …   Deutsch Wikipedia

  • Ишемия — (лат. ischaemia, греч. ἰσχαιμία, от ἴσχω  задерживаю, останавливаю и αἷμα  кровь)  местное малокровие, чаще обусловленное сосудистым фактором (сужением или полной обтурацией просвета артерии), приводящее к вр …   Википедия

  • συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… …   Dictionary of Greek

  • ψευδοουραιμία — και ψευδουραιμία, η, Ν ιατρ. κλινική εικόνα ουραιμίας, που οφείλεται όμως σε οίδημα ή σε ισχαιμία τού εγκεφάλου, σε υπονατριαιμία ή σε εκλαμψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ουραιμία. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. pseudouremie] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”